σκιαγραφήματα

σκιαγραφήματα
σκιᾱγραφήματα , σκιαγράφημα
painting with the shadows
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκιαγράφημα — το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [σκιαγραφώ] 1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις 2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο νεοελλ. 1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία 2. (μαθ. φυσ.) το προϊόν …   Dictionary of Greek

  • σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο …   Dictionary of Greek

  • Ποταμιάνος, Θέμος — (1895 – 1973). Έλληνας λογοτέχνης, γεννημένος στην Ανωμεριά Πυλάρου της Κεφαλονιάς. Υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό ως οικονομικός αξιωματικός και αποστρατεύτηκε το 1935 με το βαθμό του αντιπλοιάρχου. Από το 1917 άρχισε να συνεργάζεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”